- τερμιτίδες
- οι, Νζωολ. η πολυπληθέστερη οικογένεια τής τάξης ισόπτερα, με 1.413 αρτίγονα είδη τών τροπικών περιοχών, που αποτελούν το 75% τού συνόλου τών τερμιτών και ονομάζονται ανώτεροι τερμίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. termitidae (< λατ. termes, -itis «τερηδών» + -idae)].
Dictionary of Greek. 2013.